- συναθλητής
- ο, ΝΜΑ [συναθλῶ, -οῡμαι]αυτός που αγωνίζεται μαζί με άλλον, συναγωνιστήςνεοελλ.αθλητής που μετέχει μαζί με άλλον ή άλλους στο ίδιο αγώνισμα ή στην ίδια ομάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] … Dictionary of Greek
συναεθλευτής — ὁ, Μ [συναεθλεύω] συναθλητής … Dictionary of Greek
σύναθλος — ὁ, Μ συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἆθλος / ἆθλον «αγώνας»] … Dictionary of Greek
Ακεψιμάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Περσία. Ήταν επίσκοπος της πόλης Ανιθά. Κατά τον διωγμό του ΣαπόρΒ’ (311 380) φυλακίστηκε μαζί με τον ιερέα Ιωσήφ και τον διάκο Αειθαλά στην πόλη Άρβολα. Ύστερα οι τρεις μάρτυρες… … Dictionary of Greek